αετμόν

αετμόν
ἀετμόν, το (Α)
κατά τον Ησύχιο, «τὸ πνεῦμα».
[ΕΤΥΜΟΛ. πιθ. < ρίζα aFe- τού ἄημι, «φυσώ, πνέω», πρβλ. και ἀτμός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • au̯(e)-10, au̯ē(o)-, u̯ē- —     au̯(e) 10, au̯ē(o) , u̯ē     English meaning: to blow     Deutsche Übersetzung: “wehen, blasen, hauchen”     Grammatical information: participle u̯ē nt     Note: in Slav. languages often from the “ throw dice “, i.e. to the cleaning of the… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • ατμός — Η αέρια φάση των ουσιών οι οποίες κάτω από συνηθισμένες συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας βρίσκονται σε υγρή κατάσταση. Σε αντίθεση προς τα αέρια, οι α. κάτω από συνηθισμένες συνθήκες βρίσκονται σε θερμοκρασία κατώτερη από την κρίσιμη. Ο α. λοιπόν …   Dictionary of Greek

  • αϋτμή — ἀϋτμή, η (Α) 1. πνοή, αναπνοή 2. «πυρὸς ἀϋτμή», «ἀϋτμαὶ Ἡφαίστοιο» η θερμή πνοή του Ηφαίστου, η ζέστη από τη φωτιά 3. άρωμα, ευωδιά 4. οσμή, μυρωδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. φαίνεται να συνδέεται τόσο λόγω της μορφής και της σημασίας με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”